- δουκικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει στο δούκα: Ο προπάππος του ανήκε στη δουκική τάξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δουκικός — ή, ό (AM δουκικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δούκα … Dictionary of Greek
δουκικῶν — δουκικός ducianus fem gen pl δουκικός ducianus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικόν — δουκικός ducianus masc acc sg δουκικός ducianus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικοί — δουκικός ducianus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικοῦ — δουκικός ducianus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικούς — δουκικός ducianus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικῆς — δουκικός ducianus fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικῇ — δουκικός ducianus fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκική — δουκικός ducianus fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικήν — δουκικός ducianus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)